αλυσία

αλυσία
(alysia). Γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας των βρακονιδών, που αριθμεί γύρω στα 80 είδη. Όλα ζουν στην Ευρώπη. Έχουν πολύ μικρό σώμα (γύρω στα 0,3 έως 0,8 εκ.), και κεραίες ίσου μήκους με το σώμα και καμπυλωμένες στα άκρα. Οι προνύμφες τους ζουν παρασιτικά επάνω σε άλλα έντομα (δίπτερα, υμενόπτερα και κολεόπτερα) και θεωρούνται ωφέλιμες για τη γεωργία. Πιο γνωστό είδος είναι ο τρώκτης, που έχει μήκος γύρω στα 6 χιλιοστά και χρώμα μαύρο με πόδια κόκκινα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • JALYSUS — Rhodi urbs. P. Mela l. 2. c. 7. Uxilica Nigro; Nunc pagus. Hîc Imago, protogenis opus, adeo pulchra, ut Demetrius Rex illius potiundae causâ bellum Ialysiis intulerit. A. Gell. l. 15. c. 31. Ι῎λιςςος in Seldeni MS. Haec urbs Telchinas olim aluit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλυση — η (Α άλυσις εως) η αλυσίδα αρχ. κρίκος αλυσιδωτής πανοπλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρ. *wel(u) «στρέφω, συστρέφω, κυλιώ», η οποία απαντά και στους τ. ἔλυτρον, εἰλύω, ἕλιξ, η δε δάσυνσή της δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”